πολυσθενης

πολυσθενης
    πολυσθενής
    πολυ-σθενής
    2
    весьма сильный, могучий
    

(θεά Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πολυσθενης" в других словарях:

  • πολυσθενής — ές, ΝΑ, και επικ. τ. πουλυσθενής Α νεοελλ. χημ. αυτός τού οποίου το σθένος είναι πάνω από ένα αρχ. αυτός που έχει πολύ σθένος, πολλή δύναμη, πολύ ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σθενής (< σθένος)] …   Dictionary of Greek

  • πολυσθενέεσσιν — πολυσθενής of great might masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσθενέος — πολυσθενής of great might masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσθενέων — πολυσθενής of great might masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σουλφαμετομιδίνη — η, Ν (χημ. φαρμ.) πολυσθενής σουλφαμίδη που δρα εναντίον τών περισσότερων θετικών και αρνητικών κατά Γκραμ σπορίων και εναντίον πάμπολλων στελεχών τα οποία είναι ανθεκτικά στα αντιβιοτικά, ασκώντας δράση μακράς διάρκειας …   Dictionary of Greek

  • εποξειδικές ρητίνες — Συνθετικές ρητίνες που παρασκευάζονται από την αντίδραση εποξειδίου (συνήθως επιχλωρυδρίνη) με μία ουσία που περιέχει υδροξύλιο, όπως η διφαινυλοπροπάνη (ή διάνη) ή μία πολυσθενής αλκοόλη (π.χ. γλυκερόλη). Οι διανικές ε.ρ. έχουν τη μορφή είτε… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»